ἀναληπτέος

ἀναληπτέος
ἀναληπτέον
one must take up
masc nom sg
ἀναληπτέος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναληπτέος — α, ον (Α ἀναληπτέος) [ἀναλαμβάνω] αυτός που πρέπει να τόν ξαναπάρει κάποιος αρχ. 1. αυτός που πρέπει να ανακληθεί στη μνήμη 2. αυτός που πρέπει να αναζωογονηθεί …   Dictionary of Greek

  • ἀναληπτέον — one must take up masc acc sg ἀναληπτέον one must take up neut nom/voc/acc sg ἀναληπτέος masc/fem acc sg ἀναληπτέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”